εξομαλισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξομαλισμός < εξομαλίζω + -μός < ελληνιστική κοινή ἐξομᾰλίζω < αρχαία ελληνική ὁμαλός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εξομαλισμός αρσενικό
- άλλη μορφή του εξομάλιση
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξομαλισμός
|