Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εξοδολόγιο τα εξοδολόγια
      γενική του εξοδολόγιου
εξοδολογίου
των εξοδολόγιων
εξοδολογίων
    αιτιατική το εξοδολόγιο τα εξοδολόγια
     κλητική εξοδολόγιο εξοδολόγια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξοδολόγιο < εξοδ(ο) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εξοδολόγιο ουδέτερο

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία