εξοδολόγιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | εξοδολόγιο | τα | εξοδολόγια |
γενική | του | εξοδολόγιου & εξοδολογίου |
των | εξοδολόγιων & εξοδολογίων |
αιτιατική | το | εξοδολόγιο | τα | εξοδολόγια |
κλητική | εξοδολόγιο | εξοδολόγια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- εξοδολόγιο < εξοδ(ο) + -ο- + -λόγιο • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξοδολόγιο ουδέτερο
- κατάλογος όπου είναι αρχειοθετημένα όλα τα έξοδα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εξοδολόγιο
|