Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εντεκάρι τα εντεκάρια
      γενική του εντεκαριού των εντεκαριών
    αιτιατική το εντεκάρι τα εντεκάρια
     κλητική εντεκάρι εντεκάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εντεκάρι < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εντεκάρι ουδέτερο

  • εντεκάρι, ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται ως αριστερός μέσος στην σύνθεση.