ενεχυρόγραφο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενεχυρόγραφο ουδέτερο
- (νομικός όρος), (οικονομία): έγγραφος τίτλος με τον οποίο και αποδεικνύεται η αποθήκευση εμπορευμάτων στις γενικές αποθήκες του κράτους.
Μεταφράσεις
επεξεργασία ενεχυρόγραφο
|