ενεχυριασμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενεχυριασμός < (ελληνιστική κοινή) ἐνεχυριασμός / ἐνεχυρασμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενεχυριασμός αρσενικό
- άλλη μορφή του ενεχυρίαση
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενεχυριασμός
|
Δείτε επίσης : ἐνεχυριασμός |
ενεχυριασμός αρσενικό
|