ενδυματολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- ενδυματολογία < (μαρτυρείται από το 1893) ένδυμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενδυματολογία θηλυκό
- η συστηματική ενασχόληση με την επιλογή του ρουχισμού, αλλά και το σχεδιασμό και την κατασκευή ενδυμάτων που θα φορούν οι ηθοποιοί και οι κομπάρσοι σε έργα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ενδυματολογία
|