ενδομητρίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδομητρίτιδα < ενδομήτριο + επίθημα -ίτιδα
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδομητρίτιδα θηλυκό
- (ιατρική) η φλεγμονή του ενδομητρίου
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδομητρίτιδα
|