ενδογένεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενδογένεση | οι | ενδογενέσεις |
γενική | της | ενδογένεσης* | των | ενδογενέσεων |
αιτιατική | την | ενδογένεση | τις | ενδογενέσεις |
κλητική | ενδογένεση | ενδογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδογένεση < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική endogenesis < αρχαία ελληνική ἔνέον + γένεσις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδογένεση θηλυκό
- (βιολογία) κυτταρογένεση κατά την οποία τα κύτταρα που γεννιούνταν παραμένουν στο κύτταρο στο οποίο γεννήθηκαν
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδογένεση