ενδιαίτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ενδιαίτηση | οι | ενδιαιτήσεις |
γενική | της | ενδιαίτησης* | των | ενδιαιτήσεων |
αιτιατική | την | ενδιαίτηση | τις | ενδιαιτήσεις |
κλητική | ενδιαίτηση | ενδιαιτήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ενδιαιτήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδιαίτηση < ελληνιστική κοινή ἐνδιαίτησις
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδιαίτηση θηλυκό
- (λόγιο) διαμονή
- (λόγιο) (βιολογία) ενδημικότητα / ενδημισμός
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδιαίτηση
|