ενδημισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ενδημισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική endémisme < αρχαία ελληνική ἔνδημος
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενδημισμός αρσενικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ενδημισμός
|