εμπορορράφτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμπορορράφτης < εμπορο- + ράφτης με ρρ κατά το ἐμπορορράπτης (καθαρεύουσα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμπορορράφτης αρσενικό
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμπορορράφτης
|
εμπορορράφτης αρσενικό
|