Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμμηνορραγία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
εμμηνορραγί
α
οι
εμμηνορραγί
ες
γενική
της
εμμηνορραγί
ας
των
εμμηνορραγι
ών
αιτιατική
την
εμμηνορραγί
α
τις
εμμηνορραγί
ες
κλητική
εμμηνορραγί
α
εμμηνορραγί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμμηνορραγία
<
έμμηνος
+
ρήγνυμι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμμηνορραγία
θηλυκό
(
ιατρική
): η αυξημένη παθολογική
εμμηνορρυσία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμμηνορραγία