εμβοή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εμβοή | οι | εμβοές |
γενική | της | εμβοής | των | εμβοών |
αιτιατική | την | εμβοή | τις | εμβοές |
κλητική | εμβοή | εμβοές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεμβοή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εμβοή
|