Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εμβαπτισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εμβαπτισμ
ός
οι
εμβαπτισμ
οί
γενική
του
εμβαπτισμ
ού
των
εμβαπτισμ
ών
αιτιατική
τον
εμβαπτισμ
ό
τους
εμβαπτισμ
ούς
κλητική
εμβαπτισμ
έ
εμβαπτισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εμβαπτισμός
<
εμβαπτίζω
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εμβαπτισμός
αρσενικό
η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του
εμβαπτίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εμβαπτισμός