ελληνοφωνία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ελληνοφωνία | ||
γενική | της | ελληνοφωνίας | ||
αιτιατική | την | ελληνοφωνία | ||
κλητική | ελληνοφωνία | |||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /e.li.no.foˈni.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ελ‐λη‐νο‐φω‐νί‐α
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελληνοφωνία θηλυκό
- η ομιλία στη ελληνική γλώσσα, η γνώση των ελληνικών
- ※ Το μεγαλείο της ελληνοφωνίας είναι εμφανές σε συναντήσεις και συνέδρια όπου ένας Ρώσος μιλάει ελληνικά
- άρθρο «Η ελληνοφωνία, ο Σωκράτης και μια ανόητη αιτιολογική έκθεση» @epohi , πρόσβαση:2022.01.17.
- ※ Το μεγαλείο της ελληνοφωνίας είναι εμφανές σε συναντήσεις και συνέδρια όπου ένας Ρώσος μιλάει ελληνικά
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελληνοφωνία
|