ελληνοφοβία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ελληνοφοβία < ελληνόφοβος + -ία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ελληνοφοβία θηλυκό
- φόβος ή εχθρική διάθεση κατά Ελλήνων ή κατά της Ελλάδας
- ※ αρμενοφοβία και ελληνοφοβία εξακολουθούν να επικρατούν στη σύγχρονη Τουρκία. (Μητροπούλου Ειρήνη, Βαρτάν Βοσκανιάν: Αρμενοφοβία και ελληνοφοβία ζουν ακόμη στην Τουρκία, εφ. To Βήμα, 12/12/2014)
Μεταφράσεις επεξεργασία
ελληνοφοβία
|