εκφυλόφατσα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεκφυλόφατσα θηλυκό
- άτομο που από το παρουσιαστικό του πιστεύουμε ότι είναι έκφυλο
- άτομο το οποίο έχει συμπεριφορά έκφυλου
Ταυτόσημο
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία εκφυλόφατσα
|