Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκφυλόφατσα οι εκφυλόφατσες
      γενική της εκφυλόφατσας
    αιτιατική την εκφυλόφατσα τις εκφυλόφατσες
     κλητική εκφυλόφατσα εκφυλόφατσες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εκφυλόφατσα < έκφυλ(ος) + -ό- + φάτσα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εκφυλόφατσα θηλυκό

  1. άτομο που από το παρουσιαστικό του πιστεύουμε ότι είναι έκφυλο
  2. άτομο το οποίο έχει συμπεριφορά έκφυλου

Ταυτόσημο επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία