Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκφασισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκφασισμ
ός
οι
εκφασισμ
οί
γενική
του
εκφασισμ
ού
των
εκφασισμ
ών
αιτιατική
τον
εκφασισμ
ό
τους
εκφασισμ
ούς
κλητική
εκφασισμ
έ
εκφασισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκφασισμός
<
εκ-
+
φασισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εκφασισμός
αρσενικό
η
επικράτηση
πρακτικών
ή
αντιλήψεων
που παραπέμπουν στον
φασισμό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκφασισμός
γαλλικά
:
fascisation
(fr)