Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εκτατήρας
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εκτατήρ
ας
οι
εκτατήρ
ες
γενική
του
εκτατήρ
α
των
εκτατήρ
ων
αιτιατική
τον
εκτατήρ
α
τους
εκτατήρ
ες
κλητική
εκτατήρ
α
εκτατήρ
ες
Κατηγορία
όπως «
αγώνας
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εκτατήρας
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
εκτατήρας
(
ανατομία
) που προκαλεί την
έκταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εκτατήρας
αγγλικά
:
expander
(en)
,
extensor
(en)
γαλλικά
:
extenseur
(fr)