↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκλεξιμότητα οι εκλεξιμότητες
      γενική της εκλεξιμότητας των εκλεξιμοτήτων
    αιτιατική την εκλεξιμότητα τις εκλεξιμότητες
     κλητική εκλεξιμότητα εκλεξιμότητες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
εκλεξιμότητα < εκλέξιμος < εκλογές

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

εκλεξιμότητα θηλυκό

  1. η δυνατότητα να εκλεγεί κάποιος
    Παίζει, λοιπόν, ρόλο στην εκλεξιμότητα μίας γυναίκας πολιτικού η εικόνα της
    ποινή των δύο ετών φυλάκισης με αναστολή, 50.000 ευρώ πρόστιμο και πέντε χρόνια μη εκλεξιμότητας
    Δικαίωμα ώστόσο εκλεξιμότητας, υποψηφιότητας έχουν μόνο οι αριστοκράτες («ευγενείς», «ευπατρίδες»)
    ένας άπο τους δρους εκλεξιμότητας στην αντιπροσωπεία θά είναι νά γνωρίζει ο υποψήφιος...
  2. η δυνατότητα να επιλεγεί κάποιος (ορθότερα επιλεξιμότητα)
    Οι προτάσεις καινοτόμων ερευνητικών αποτελεσμάτων αξιολογούνται προκαταρκτικά για την εκλεξιμότητα τους σύμφωνα με τους όρους

  Μεταφράσεις

επεξεργασία