εκλαμπτήρας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
εκλαμπτήρας αρσενικό
- μηχανισμός σε φάρο, από τον οποίο εκπέμπονται δέσμες φωτός σύντομων εκλάμψεων
Μεταφράσεις επεξεργασία
εκλαμπτήρας
|
εκλαμπτήρας αρσενικό
|