ειδογένεση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ειδογένεση | οι | ειδογενέσεις |
γενική | της | ειδογένεσης* | των | ειδογενέσεων |
αιτιατική | την | ειδογένεση | τις | ειδογενέσεις |
κλητική | ειδογένεση | ειδογενέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, ειδογενέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία el επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ειδογένεση θηλυκό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ειδογένεση