Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εθνικίστρια οι εθνικίστριες
      γενική της εθνικίστριας των εθνικιστριών
    αιτιατική την εθνικίστρια τις εθνικίστριες
     κλητική εθνικίστρια εθνικίστριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

εθνικίστρια < εθνικ(ιστής) + κατάληξη θηλυκού -ίστρια

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.θniˈci.stɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐θνι‐κί‐στρι‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εθνικίστρια θηλυκό

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

για γλώσσες που δεν έχουν ξεχωριστή λέξη για το θηλυκό σε αυτόν τον όρο (ή γενικά) δείτε εθνικιστής