Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εβενουργός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Ουσιαστικό
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
εβενουργ
ός
οι
εβενουργ
οί
γενική
του
εβενουργ
ού
των
εβενουργ
ών
αιτιατική
τον
εβενουργ
ό
τους
εβενουργ
ούς
κλητική
εβενουργ
έ
εβενουργ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
εβενουργός
<
έβεν(ος)
+
-ουργός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
e.ve.nuɾˈɣos
/
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εβενουργός
αρσενικό ή θηλυκό
(
επάγγελμα
)
τεχνίτης
που ασχολείται με την
εβενουργική
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εβενουργός
αγγλικά
:
ebonist
(en)