Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δωδεκαφθογγισμός οι δωδεκαφθογγισμοί
      γενική του δωδεκαφθογγισμού των δωδεκαφθογγισμών
    αιτιατική τον δωδεκαφθογγισμό τους δωδεκαφθογγισμούς
     κλητική δωδεκαφθογγισμέ δωδεκαφθογγισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωδεκαφθογγισμός < δώδεκα + φθόγγος + -ισμός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δωδεκαφθογγισμός αρσενικό

  • μέθοδος μουσικής σύνθεσης που στοχεύει στην οργάνωση της ατονικότητας μέσω της χρήσης 12 φθόγγων του δυτικού συγκερασμένου μουσικού συστήματος.

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία