Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δωδεκαριά οι δωδεκαριές
      γενική της δωδεκαριάς των δωδεκαριών
    αιτιατική τη δωδεκαριά τις δωδεκαριές
     κλητική δωδεκαριά δωδεκαριές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δωδεκαριά < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δωδεκαριά θηλυκό

  1. ένα σύνολο από δώδεκα πράγματα
     συνώνυμα: δωδεκάδα, ντουζίνα

  Μεταφράσεις επεξεργασία