δωδεκαριά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | δωδεκαριά | οι | δωδεκαριές |
γενική | της | δωδεκαριάς | των | δωδεκαριών |
αιτιατική | τη | δωδεκαριά | τις | δωδεκαριές |
κλητική | δωδεκαριά | δωδεκαριές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- δωδεκαριά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δωδεκαριά θηλυκό
Μεταφράσεις επεξεργασία
δωδεκαριά
→ δείτε τη λέξη δωδεκάδα |