Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία


↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο δυτικισμός οι δυτικισμοί
      γενική του δυτικισμού των δυτικισμών
    αιτιατική τον δυτικισμό τους δυτικισμούς
     κλητική δυτικισμέ δυτικισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δυτικισμός < δυτικός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δυτικισμός αρσενικό

  1. Ένα ιδίωμα ή έκφραση ιδιόμορφη στις Ηνωμένες Πολιτείες.
  2. Συμπεριφορές, που θεωρούνται χαρακτηριστικές του δυτικού πολιτισμού, ειδικά, πρακτικές της Ευρώπης και της Βόρειας Αμερικής.

  Μεταφράσεις επεξεργασία