δυσκοιλιότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | δυσκοιλιότης | αἱ | δυσκοιλιότητες | ||||
γενική | τῆς | δυσκοιλιότητος | τῶν | δυσκοιλιοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | δυσκοιλιότητι | ταῖς | δυσκοιλιότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | δυσκοιλιότητα | τὰς | δυσκοιλιότητας | ||||
κλητική ὦ! | δυσκοιλιότης | δυσκοιλιότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δυσκοιλιότης (μαρτυρείται από το 1856) [1] < δυσκοίλι(ος) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσκοιλιότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 311, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου