δυσαυτονομία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δυσαυτονομία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική dysautonomia dys- + autonomia < αρχαία ελληνική αὐτονομία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδυσαυτονομία θηλυκό
Υπερώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δυσαυτονομία