δρυμών
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | δρυμών | οἱ | δρυμῶνες | ||||
γενική | τοῦ | δρυμῶνος | τῶν | δρυμώνων | ||||
δοτική | τῷ | δρυμῶνῐ | τοῖς | δρυμῶσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὸν | δρυμῶνᾰ | τοὺς | δρυμῶνᾰς | ||||
κλητική ὦ! | δρυμών | δρυμῶνες | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δρυμῶνε | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | δρυμώνοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'χειμών' όπως «χειμών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δρυμών (ελληνιστική κοινή) < δρυμ(ός) + -ών < πληθυντικός δρυμά στον Όμηρο < δρῦς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδρυμών, -ῶνος αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- δρυμών - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- δρυμών - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.