Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η δοκτορέσα οι δοκτορέσες
      γενική της δοκτορέσας
    αιτιατική τη δοκτορέσα τις δοκτορέσες
     κλητική δοκτορέσα δοκτορέσες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

δοκτορέσα < δόκτωρ/δόκτορας + κατάληξη θηλυκού -έσα (με επίδραση από την ιταλική dottoressa)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

δοκτορέσα θηλυκό

  1. γυναίκα διδάκτορας
  2. γυναίκα γιατρός

  Μεταφράσεις επεξεργασία