διῶκτις
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διῶκτις | αἱ | διώκτιδες | ||||
γενική | τῆς | διώκτιδος | τῶν | διωκτίδων | ||||
δοτική | τῇ | διώκτιδι | ταῖς | διώκτισι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διῶκτιν | τὰς | διώκτιδᾰς | ||||
κλητική ὦ! | διῶκτι | διώκτιδες | ||||||
Κλίση κατά τα αρχαία θηλυκά σε -τῐς (τονισμός -ῶτις), όπως πατριῶτις. | ||||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό επεξεργασία
διῶκτις θηλυκό
- (καθαρεύουσα) η διώκτρια
- άλλη γραφή: διώκτις