Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διχλωρίδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διχλωρίδι
ο
τα
διχλωρίδι
α
γενική
του
διχλωριδί
ου
&
διχλωρίδι
ου
των
διχλωριδί
ων
αιτιατική
το
διχλωρίδι
ο
τα
διχλωρίδι
α
κλητική
διχλωρίδι
ο
διχλωρίδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διχλωρίδιο
<
δι-
+
χλωρίδιο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διχλωρίδιο
ουδέτερο
(
χημεία
): οποιαδήποτε ουσία στο μόριο της οποίας φέρονται δύο άτομα
χλωρίου
Συνώνυμα
επεξεργασία
διχλώριο
Συγγενικά
επεξεργασία
διχλωρικός
διχλωριούχος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διχλωρίδιο