διχαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διχαστής | οι | διχαστές |
γενική | του | διχαστή | των | διχαστών |
αιτιατική | τον | διχαστή | τους | διχαστές |
κλητική | διχαστή | διχαστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διχαστής < αρχαία ελληνική διχαστής < διχάζω < δίχα < δύο
Ουσιαστικό επεξεργασία
διχαστής αρσενικό
- αυτός που διχάζει
Μεταφράσεις επεξεργασία
διχαστής
|