διστακτικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διστακτικότης | αἱ | διστακτικότητες | ||||
γενική | τῆς | διστακτικότητος | τῶν | διστακτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διστακτικότητι | ταῖς | διστακτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διστακτικότητα | τὰς | διστακτικότητας | ||||
κλητική ὦ! | διστακτικότης | διστακτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διστακτικότης (μαρτυρείται από το 1895) [1] < διατακτικ(ός)- + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιστακτικότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 298, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου