δισάκκιον
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | δισάκκιον | τὰ | δισάκκιᾰ |
γενική | τοῦ | δισακκίου | τῶν | δισακκίων |
δοτική | τῷ | δισακκίῳ | τοῖς | δισακκίοις |
αιτιατική | τὸ | δισάκκιον | τὰ | δισάκκιᾰ |
κλητική ὦ! | δισάκκιον | δισάκκιᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | δισακκίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | δισακκίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
δισάκκιον ουδέτερο