διορατικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διορατικότης | αἱ | διορατικότητες | ||||
γενική | τῆς | διορατικότητος | τῶν | διορατικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διορατικότητι | ταῖς | διορατικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διορατικότητα | τὰς | διορατικότητας | ||||
κλητική ὦ! | διορατικότης | διορατικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διορατικότης (μαρτυρείται από το 1884) [1] < διορατικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιορατικότης θηλυκό
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 295, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου