διονυσιαστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διονυσιαστής < αρχαία ελληνική Διονυσιασταί
Ουσιαστικό επεξεργασία
διονυσιαστής αρσενικό
- (θρησκεία) οπαδός του Διονύσου ή (κατ’ επέκταση) αυτός που διονυσιάζεται
Μεταφράσεις επεξεργασία
διονυσιαστής
|