διονυσιάζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διονυσιάζομαι < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή διονυσιάζω < αρχαία ελληνική Διόνυσος
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαδιονυσιάζομαι, αόρ.: διονυσιάστηκα, μτχ.π.π.: διονυσιασμένος (αποθετικό ρήμα)
- (θρησκεία) (για πιστούς ή οπαδούς του Διονύσου) εκστασιάζομαι, καταλαμβάνομαι από έκσταση
- (κατ’ επέκταση) ενθουσιάζομαι, εκστασιάζομαι
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη Διόνυσος
Κλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διονυσιάζομαι | διονυσιαζόμουν(α) | θα διονυσιάζομαι | να διονυσιάζομαι | ||
β' ενικ. | διονυσιάζεσαι | διονυσιαζόσουν(α) | θα διονυσιάζεσαι | να διονυσιάζεσαι | (διονυσιάζου) | |
γ' ενικ. | διονυσιάζεται | διονυσιαζόταν(ε) | θα διονυσιάζεται | να διονυσιάζεται | ||
α' πληθ. | διονυσιαζόμαστε | διονυσιαζόμαστε διονυσιαζόμασταν |
θα διονυσιαζόμαστε | να διονυσιαζόμαστε | ||
β' πληθ. | διονυσιάζεστε | διονυσιαζόσαστε διονυσιαζόσασταν |
θα διονυσιάζεστε | να διονυσιάζεστε | (διονυσιάζεστε) | |
γ' πληθ. | διονυσιάζονται | διονυσιάζονταν διονυσιαζόντουσαν |
θα διονυσιάζονται | να διονυσιάζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διονυσιάστηκα | θα διονυσιαστώ | να διονυσιαστώ | διονυσιαστεί | ||
β' ενικ. | διονυσιάστηκες | θα διονυσιαστείς | να διονυσιαστείς | διονυσιάσου | ||
γ' ενικ. | διονυσιάστηκε | θα διονυσιαστεί | να διονυσιαστεί | |||
α' πληθ. | διονυσιαστήκαμε | θα διονυσιαστούμε | να διονυσιαστούμε | |||
β' πληθ. | διονυσιαστήκατε | θα διονυσιαστείτε | να διονυσιαστείτε | διονυσιαστείτε | ||
γ' πληθ. | διονυσιάστηκαν διονυσιαστήκαν(ε) |
θα διονυσιαστούν(ε) | να διονυσιαστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διονυσιαστεί | είχα διονυσιαστεί | θα έχω διονυσιαστεί | να έχω διονυσιαστεί | διονυσιασμένος | |
β' ενικ. | έχεις διονυσιαστεί | είχες διονυσιαστεί | θα έχεις διονυσιαστεί | να έχεις διονυσιαστεί | ||
γ' ενικ. | έχει διονυσιαστεί | είχε διονυσιαστεί | θα έχει διονυσιαστεί | να έχει διονυσιαστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διονυσιαστεί | είχαμε διονυσιαστεί | θα έχουμε διονυσιαστεί | να έχουμε διονυσιαστεί | ||
β' πληθ. | έχετε διονυσιαστεί | είχατε διονυσιαστεί | θα έχετε διονυσιαστεί | να έχετε διονυσιαστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διονυσιαστεί | είχαν διονυσιαστεί | θα έχουν διονυσιαστεί | να έχουν διονυσιαστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διονυσιάζομαι
|
Πηγές
επεξεργασία- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.