διηγητής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | διηγητής | οι | διηγητές |
γενική | του | διηγητή | των | διηγητών |
αιτιατική | τον | διηγητή | τους | διηγητές |
κλητική | διηγητή | διηγητές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διηγητής < διηγ(ούμαι) + -ητής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιηγητής αρσενικό
- (σπάνιο) αυτός που διηγείται, ο αφηγητής
- ※ Κατά τη γνώμη μου η απόδοση του γερμανικού όρου Erzaeler ή του αγγλικού Story-tellet με τη λέξη «αφηγητής» δεν είναι προσφυής και για'αυτό υιοθετώ το νεολογισμό «διηγητής» (Δημήτρης Χατζής, Μια συνείδηση της ρωμιοσύνης, Αχαϊκές εκδόσεις, 1999, σελ. 55)
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διηγητής
→ δείτε τη λέξη αφηγητής |