διηγηματάκι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | διηγηματάκι | τα | διηγηματάκια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | διηγηματάκι | τα | διηγηματάκια |
κλητική | διηγηματάκι | διηγηματάκια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διηγηματάκι < διήγημα + υποκοριστικό επίθημα -άκι
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιηγηματάκι ουδέτερο
- υποκοριστικό του διήγημα
Μεταφράσεις
επεξεργασία διηγηματάκι
|