Ετυμολογία

επεξεργασία
διεκτραγωδώ < (καθαρεύουσα) διά (δι-) + ελληνιστική κοινή ἐκτραγῳδῶ / ἐκτραγῳδέω < αρχαία ελληνική ἐκ + τραγῳδέω / τραγῳδῶ < τραγῳδός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ði.ek.tɾa.ɣoˈðo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: δι‐εκ‐τρα‐γω‐δώ

διεκτραγωδώ, αόρ.: διεκτραγώδησα, παθ.φωνή: διεκτραγωδούμαι, π.αόρ.: διεκτραγωδήθηκα, μτχ.π.π.: διεκτραγωδημένος [1]

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)