διεκτραγωδώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διεκτραγωδώ < (καθαρεύουσα) διά (δι-) + ελληνιστική κοινή ἐκτραγῳδῶ / ἐκτραγῳδέω < αρχαία ελληνική ἐκ + τραγῳδέω / τραγῳδῶ < τραγῳδός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði.ek.tɾa.ɣoˈðo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐εκ‐τρα‐γω‐δώ
Ρήμα
επεξεργασίαδιεκτραγωδώ, αόρ.: διεκτραγώδησα, παθ.φωνή: διεκτραγωδούμαι, π.αόρ.: διεκτραγωδήθηκα, μτχ.π.π.: διεκτραγωδημένος [1]
Συγγενικά
επεξεργασία- διεκτραγώδηση
- → δείτε τις λέξεις τραγωδία, τραγούδι, τράγος και άδω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διεκτραγωδώ | διεκτραγωδούσα | θα διεκτραγωδώ | να διεκτραγωδώ | διεκτραγωδώντας | |
β' ενικ. | διεκτραγωδείς | διεκτραγωδούσες | θα διεκτραγωδείς | να διεκτραγωδείς | ||
γ' ενικ. | διεκτραγωδεί | διεκτραγωδούσε | θα διεκτραγωδεί | να διεκτραγωδεί | ||
α' πληθ. | διεκτραγωδούμε | διεκτραγωδούσαμε | θα διεκτραγωδούμε | να διεκτραγωδούμε | ||
β' πληθ. | διεκτραγωδείτε | διεκτραγωδούσατε | θα διεκτραγωδείτε | να διεκτραγωδείτε | διεκτραγωδείτε | |
γ' πληθ. | διεκτραγωδούν(ε) | διεκτραγωδούσαν(ε) | θα διεκτραγωδούν(ε) | να διεκτραγωδούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διεκτραγώδησα | θα διεκτραγωδήσω | να διεκτραγωδήσω | διεκτραγωδήσει | ||
β' ενικ. | διεκτραγώδησες | θα διεκτραγωδήσεις | να διεκτραγωδήσεις | διεκτραγώδησε | ||
γ' ενικ. | διεκτραγώδησε | θα διεκτραγωδήσει | να διεκτραγωδήσει | |||
α' πληθ. | διεκτραγωδήσαμε | θα διεκτραγωδήσουμε | να διεκτραγωδήσουμε | |||
β' πληθ. | διεκτραγωδήσατε | θα διεκτραγωδήσετε | να διεκτραγωδήσετε | διεκτραγωδήστε | ||
γ' πληθ. | διεκτραγώδησαν διεκτραγωδήσαν(ε) |
θα διεκτραγωδήσουν(ε) | να διεκτραγωδήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διεκτραγωδήσει | είχα διεκτραγωδήσει | θα έχω διεκτραγωδήσει | να έχω διεκτραγωδήσει | ||
β' ενικ. | έχεις διεκτραγωδήσει | είχες διεκτραγωδήσει | θα έχεις διεκτραγωδήσει | να έχεις διεκτραγωδήσει | ||
γ' ενικ. | έχει διεκτραγωδήσει | είχε διεκτραγωδήσει | θα έχει διεκτραγωδήσει | να έχει διεκτραγωδήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διεκτραγωδήσει | είχαμε διεκτραγωδήσει | θα έχουμε διεκτραγωδήσει | να έχουμε διεκτραγωδήσει | ||
β' πληθ. | έχετε διεκτραγωδήσει | είχατε διεκτραγωδήσει | θα έχετε διεκτραγωδήσει | να έχετε διεκτραγωδήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διεκτραγωδήσει | είχαν διεκτραγωδήσει | θα έχουν διεκτραγωδήσει | να έχουν διεκτραγωδήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διεκτραγωδούμαι | διεκτραγωδούμουν | θα διεκτραγωδούμαι | να διεκτραγωδούμαι | ||
β' ενικ. | διεκτραγωδείσαι | διεκτραγωδούσουν | θα διεκτραγωδείσαι | να διεκτραγωδείσαι | ||
γ' ενικ. | διεκτραγωδείται | διεκτραγωδούνταν | θα διεκτραγωδείται | να διεκτραγωδείται | ||
α' πληθ. | διεκτραγωδούμαστε | διεκτραγωδούμασταν διεκτραγωδούμαστε |
θα διεκτραγωδούμαστε | να διεκτραγωδούμαστε | ||
β' πληθ. | διεκτραγωδείστε | διεκτραγωδούσασταν διεκτραγωδούσαστε |
θα διεκτραγωδείστε | να διεκτραγωδείστε | διεκτραγωδείστε | |
γ' πληθ. | διεκτραγωδούνται | διεκτραγωδούνταν | θα διεκτραγωδούνται | να διεκτραγωδούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | διεκτραγωδήθηκα | θα διεκτραγωδηθώ | να διεκτραγωδηθώ | διεκτραγωδηθεί | ||
β' ενικ. | διεκτραγωδήθηκες | θα διεκτραγωδηθείς | να διεκτραγωδηθείς | διεκτραγωδήσου | ||
γ' ενικ. | διεκτραγωδήθηκε | θα διεκτραγωδηθεί | να διεκτραγωδηθεί | |||
α' πληθ. | διεκτραγωδηθήκαμε | θα διεκτραγωδηθούμε | να διεκτραγωδηθούμε | |||
β' πληθ. | διεκτραγωδηθήκατε | θα διεκτραγωδηθείτε | να διεκτραγωδηθείτε | διεκτραγωδηθείτε | ||
γ' πληθ. | διεκτραγωδήθηκαν διεκτραγωδηθήκαν(ε) |
θα διεκτραγωδηθούν(ε) | να διεκτραγωδηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω διεκτραγωδηθεί | είχα διεκτραγωδηθεί | θα έχω διεκτραγωδηθεί | να έχω διεκτραγωδηθεί | διεκτραγωδημένος | |
β' ενικ. | έχεις διεκτραγωδηθεί | είχες διεκτραγωδηθεί | θα έχεις διεκτραγωδηθεί | να έχεις διεκτραγωδηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει διεκτραγωδηθεί | είχε διεκτραγωδηθεί | θα έχει διεκτραγωδηθεί | να έχει διεκτραγωδηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε διεκτραγωδηθεί | είχαμε διεκτραγωδηθεί | θα έχουμε διεκτραγωδηθεί | να έχουμε διεκτραγωδηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε διεκτραγωδηθεί | είχατε διεκτραγωδηθεί | θα έχετε διεκτραγωδηθεί | να έχετε διεκτραγωδηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν διεκτραγωδηθεί | είχαν διεκτραγωδηθεί | θα έχουν διεκτραγωδηθεί | να έχουν διεκτραγωδηθεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία διεκτραγωδώ
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές
επεξεργασία- διεκτραγωδώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας