καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση)
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική διεθνοποίησις αἱ διεθνοποιήσιδες
      γενική τῆς διεθνοποιήσιδος τῶν διεθνοποιησίδων
      δοτική τῇ διεθνοποιήσιδι ταῖς διεθνοποιήσισι(ν)
    αιτιατική τὴν διεθνοποίησιν τὰς διεθνοποιήσιδας
     κλητική ! διεθνοποίησι διεθνοποιήσιδες
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διεθνοποίησις (μαρτυρείται από το 1887) [1] < διεθνοποιῶ, διεθνοποιη- + -σις, απόδοση για τη γαλλική internationalisation

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διεθνοποίησις θηλυκό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 289, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου