διαχυτικότης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαχυτικότης | αἱ | διαχυτικότητες | ||||
γενική | τῆς | διαχυτικότητος | τῶν | διαχυτικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διαχυτικότητι | ταῖς | διαχυτικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαχυτικότητα | τὰς | διαχυτικότητᾰς | ||||
κλητική ὦ! | διαχυτικότης | διαχυτικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- διαχυτικότης (μαρτυρείται από το 1887) [1] < διαχυτικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό επεξεργασία
διαχυτικότης θηλυκό
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ σελ. 287, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου