διαχρονικότης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίακαθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | διαχρονικότης | αἱ | διαχρονικότητες | ||||
γενική | τῆς | διαχρονικότητος | τῶν | διαχρονικοτήτων | ||||
δοτική | τῇ | διαχρονικότητι | ταῖς | διαχρονικότησι(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | διαχρονικότητα | τὰς | διαχρονικότητας | ||||
κλητική ὦ! | διαχρονικότης | διαχρονικότητες | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'τάπης' όπως «τάπης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- διαχρονικότης < διαχρονικ(ός) + -ότης
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιαχρονικότης θηλυκό