διατάκτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία- διατάκτης < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδιατάκτης αρσενικό
- υπεύθυνος διαχειριστής εκταμίευσης δημοσίου χρήματος και αξιοποίησή του σε κυβερνητικές πολιτικές
Εκφράσεις
επεξεργασία- κύριος διατάκτης: είναι όσοι (υπουργός, γενικός γραμματέας περιφέρειας, κα) έχουν υποχρεώσεις από αναληφθείσες πιστώσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν είναι μόνιμοι, αλλά μετακλητοί υπάλληλοι
- δευτερεύων διατάκτης: δημόσιοι λειτουργοί (μόνιμοι) όπου ο κύριος διατάκτης με επιτροπικό ένταλμα μεταβιβάζουν μέρος των πιστώσεων για την έκδωση χρηματικών ενταλμάτων
Σημειώσεις
επεξεργασίαοι δύο διατάκτες κύριοι ή δευτερεύοντες είναι υπεύθυνοι σε περίπτωση υπεξαίρεσης ή διασπάθισης δημοσίου χρήματος
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία διατάκτης
|