↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο διατάκτης οι διατάκτες
      γενική του διατάκτη των διατακτών
    αιτιατική τον διατάκτη τους διατάκτες
     κλητική διατάκτη διατάκτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διατάκτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

διατάκτης αρσενικό

  • υπεύθυνος διαχειριστής εκταμίευσης δημοσίου χρήματος και αξιοποίησή του σε κυβερνητικές πολιτικές

Εκφράσεις

επεξεργασία
  1. κύριος διατάκτης: είναι όσοι (υπουργός, γενικός γραμματέας περιφέρειας, κα) έχουν υποχρεώσεις από αναληφθείσες πιστώσεις προερχόμενες από τον κρατικό προϋπολογισμό, δεν είναι μόνιμοι, αλλά μετακλητοί υπάλληλοι
  2. δευτερεύων διατάκτης: δημόσιοι λειτουργοί (μόνιμοι) όπου ο κύριος διατάκτης με επιτροπικό ένταλμα μεταβιβάζουν μέρος των πιστώσεων για την έκδωση χρηματικών ενταλμάτων

Σημειώσεις

επεξεργασία

οι δύο διατάκτες κύριοι ή δευτερεύοντες είναι υπεύθυνοι σε περίπτωση υπεξαίρεσης ή διασπάθισης δημοσίου χρήματος

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία