διαπαντός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διαπαντός < μεσαιωνική ελληνική διαπαντός < διά + παντός < αρχαία ελληνική πᾶς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *peh₂nts < *peh₂-
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ði̯a.panˈdos/ & /ðʝa.panˈdos/
Επίρρημα
επεξεργασίαδιαπαντός