μονίμως
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μονίμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική μονίμως < μόνιμος
Επίρρημα επεξεργασία
μονίμως
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίρρημα επεξεργασία
μονίμως
μονίμως
μονίμως