Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διανόημα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διανόημα
τα
διανοήμα
τ
α
γενική
του
διανοήμα
τ
ος
των
διανοημά
τ
ων
αιτιατική
το
διανόημα
τα
διανοήμα
τ
α
κλητική
διανόημα
διανοήμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διανόημα
<
αρχαία ελληνική
διανόημα
<
διανοέομαι
/
διανοοῦμαι
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διανόημα
ουδέτερο
(
φιλοσοφία
)
σκέψη
,
στοχασμός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διανόημα