διανευρώνας
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- διανευρώνας < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
διανευρώνας αρσενικό
- (νευρολογία) διάμεσος, διαμεσολαβητικός νευρώνας
Μεταφράσεις επεξεργασία
διανευρώνας
διανευρώνας αρσενικό